- περιελιγμός
- περι-ελιγμός, ὁ,A winding of a river,
καμπὰς καὶ π. ποιεῖσθαι Agath. 2.21
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καμπὰς καὶ π. ποιεῖσθαι Agath. 2.21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιελιγμός — ὁ, Α [περιελίσσω] (για ποταμό) καμπή, στροφή … Dictionary of Greek
περιελιγμούς — περιελιγμός winding masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)